Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



αύτοσχεδιάσω, ν’


Ερμηνεία:

[να αυτοσχεδιάσω. Α΄΄προσωπο ενικού υποτακτικής αορίστου του ρ. αυτοσχεδιάζω (σχεδιάζω μόνος μου, επινοώ κάτι μόνος μου απρόβλεπτα, πρόχειρα και χωρίς προετοιμασία)]



Ετυμολογία:

[< Ομηρ αυτοσχεδίης, -ης, -ες ( ο εκ του προχείρου) < (αυτός + (Αρχ.) σχεδιάζω (κάνω κάτι χωρίς προμελέτη, πρόχειρα) < σχέδιος, -ία, -ον < (Όμηρ.) σχεδον (τώρα κοντά, εντός ολίγου, πλησίον, κοντά) < (Όμηρ.) σχειν (απαρέμφατο αορίστου του ρ. έχω< (Όμηρ.)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Μίαν φορὰν ἔτυχεν ν᾿ αὐτοσχεδιάσω ἓν δίστιχον πρὸς ἔπαινον μιᾶς  .....[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: